- μαργότης
- μαργότηςraging passionfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαργότης — μαργότης, ητος, ἡ (Α) [μάργος] 1. μανιώδες πάθος, μανία, παραφροσύνη 2. λαιμαργία, απληστία («διὰ μαργότητα πολλῷ χρησοίμεθα πλέονι», Πλάτ.) 3. ακολασία, αισχρή επιθυμία, ασέλγεια … Dictionary of Greek
μαργότητα — μαργότης raging passion fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαργότητι — μαργότης raging passion fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαργότητος — μαργότης raging passion fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)